- Νίκαρχος
- Νίκαρχοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νικάρχου — Νίκαρχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικάρχῳ — Νίκαρχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκαρχε — Νίκαρχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νίκαρχον — Νίκαρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НИКАРХ — • Nicarchus, Νίκαρχος, 1. греческий поэт эпиграмм, живший в 1 в. от Р. X. и отличавшийся насмешливым тоном; ему приписывают 38 эпиграмм; 2. один из полководцев Антиоха Великого. Polib. 5, 68 и в др. местах … Реальный словарь классических древностей
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek